σπαστική

σπαστική
σπαστικός
drawing in
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • λαθυρισμός — ο ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τη βρώση τών καρπών τού φυτού λαθούρι, ένα είδος τού οποίου είναι η φάβα, και η οποία εκδηλώνεται με σπαστική παραπληγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lathyrisme < νεολατ. lathyrus (< λάθυρος)… …   Dictionary of Greek

  • πάρκινσον — το ιατρ. πάθηση τού κεντρικού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού μυϊκού τόνου, σπαστικότητα και τρόμο κυρίως τών άκρων, μυϊκή δυσκαμψία και έλλειψη τών συνεργικών κινήσεων, αλλ. σπαστική ή τρομώδης παράλυση, νόσος τού Πάρκινσον …   Dictionary of Greek

  • παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …   Dictionary of Greek

  • πυλωρόσπασμος — ο, Ν ιατρ. μόνιμη σπαστική κατάσταση τού πυλωρού στο νεογέννητο, κυρίως, αλλά και στον ενήλικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pylorospasm (< πυλωρός «το κατώτατο στόμιο τού στομάχου» + σπασμός)] …   Dictionary of Greek

  • πυραμιδικός — ή, ό / πυραμιδικός, ή, όν, ΝΑ [πυραμίς, ίδος] αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής νεοελλ. 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας 2. φρ. α) «πυραμιδική οδός» (ανατ. φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία… …   Dictionary of Greek

  • ριζοτομή — και ριζοτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική διατομή τής οπίσθιας ή πρόσθιας ρίζας ενός νωτιαίου νεύρου για την απαλλαγή από ενοχλητικούς χρόνιους πόνους ή από μια σπαστική παράλυση, αντίστοιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizotomy (< ῥίζα + …   Dictionary of Greek

  • μυατροφική πλάγια σκλήρυνση — (Ιατρ.). Λέγεται και νόσος του Σαρκό. Είναι η συχνότερη και η πιο μοιραία νόσος του νευρικού συστήματος στους ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό μυατροφικής παράλυσης ποικίλλων βαθμών εξαιτίας προσβολής των κινητικών κυττάρων των προσθίων …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σπασμούς: Του έδωσε σπαστικά φάρμακα. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν ελέγχει τις κινήσεις των μελών του σώματός του, γιατί πάσχει από σπαστική παραλυσία. 3. ο εκνευριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”